Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Η πασχαλινή λαμπάδα-κατασκευή Στ΄τάξης


Η λαμπάδα, το δώρο που κάθε νονά και νονός κάνουν στο βαφτιστήρι τους, είναι ένα έθιμο με ιστορία αιώνων.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μικροί και μεγάλοι περιμένουν να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη». Στα χέρια τους κρατούν από μια λαμπάδα ή ένα κεράκι. Οι λαμπάδες ως επί το πλείστον είναι το χαρακτηριστικό δώρο της νονάς προς το βαφτιστήρι της. Οι λαμπάδες είναι συνήθως διακοσμημένες. Οι μεγάλοι συνήθως κρατούν ένα σκέτο κεράκι που έχουν πάρει από την εκκλησία. Το έθιμο της λαμπάδας ξεκινάει από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Το Μεγάλο Σάββατο όπου βαφτίζονταν συνήθως οι νεοφώτιστοι κρατούσαν  στο χέρι τους μια λαμπάδα. Η λαμπάδα αυτή συμβόλιζε το νέο φως του Χριστού που θα φωτίζει πλέον την ψυχή του.
Η ιστορία του κεριού
Μιας και μιλάμε για λαμπάδες, αξίζει να αναφέρουμε εδώ κάποιες πληροφορίες για την ιστορία του κεριού, πως ξεκίνησε η χρήση και η παρασκευή του, μέχρι να φτάσουμε σήμερα να μας ενδιαφέρει απλώς το χρώμα, το άρωμα και τα σχέδιά του, είτε χρησιμοποιώντας το στη διακόσμηση των χώρων είτε στις γνωστές λαμπάδες.
Τα κεριά φώτιζαν το δρόμο στους ταξιδιώτες, φανέρωναν άγνωστες πτυχές στους εξερευνητές, έδιναν το φως τους στους διανοούμενους, ήταν η κύρια πηγή φωτός στις οικίες. Από αρχαιοτάτων χρόνων στην Αίγυπτο η χρήση των κεριών για την παραγωγή φωτισμού, αλλά και η κηροπλαστική ως τέχνη ήταν ευρέως διαδεδομένη. Τα κεριά χρησιμοποιήθηκαν και από τους Ρωμαίους για να φωτίζουν τα συμπόσιά τους, αλλά και στη θρησκευτική τους λατρεία για να διακοσμούν τους βωμούς, όπου αφιέρωναν στους θεούς. Το ίδιο συνέβαινε και στην αρχαία Ελλάδα, όπου χρησιμοποιούσαν το κερί για να κατασκευάσουν στέφανα, ανθρώπινα ομοιώματα, κ.ά. για τις θρησκευτικές γιορτές.
Τα πρώτα χρόνια τα κεριά κατασκευάζονταν από ζωικό λίπος. Όμως, τα κεριά αυτά έσταζαν εύκολα, έβγαζαν έντονο μαύρο καπνό και είχαν αποκρουστική μυρωδιά. Στο μεσαίωνα εμφανίζεται ως κύριο συστατικό κατασκευής κεριών το μελισσοκέρι. Ένα υλικό, που παράγει η ίδια η μέλισσα και το χρησιμοποιεί για να χτίζει την κερήθρα της. Τα κεριά που φτιάχνονταν από μελισσοκέρι ήταν καλύτερης ποιότητας, αφού δεν κάπνιζαν τόσο πολύ και η μυρωδιά τους δεν ήταν δυσάρεστη όταν καίγονταν. Επιπλέον, το φως που παρήγαγαν ήταν πιο έντονο και λαμπερό. Γι’ αυτούς τους λόγους τα συγκεκριμένα κεριά κόστιζαν πιο ακριβά και έτσι μόνο οι πλούσιοι και οι εκκλησίες είχαν τη δυνατότητα να τα αποκτήσουν. Στα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη της φαλαινοθηρικής βιομηχανίας έφερε τεράστια αλλαγή στην κατασκευή των κεριών. Το σπερματσέτο (ιταλ. sperma ceti= σπέρμα κήτους), που ήταν το σπέρμα της φάλαινας, χρησιμοποιήθηκε σαν πρώτη ύλη για κεριά. Η ουσία αυτή παρήγαγε σκληρότερα κεριά που έσταζαν λιγότερο και μύριζαν λιγότερο, ενώ έκαιγαν για περισσότερο χρόνο. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα παρατηρείται μια ακόμα αλλαγή με την ανακάλυψη της στεατίνης, μια ουσία που περιείχε το ζωικό λίπος. Αυτή, όπως και το σπερματσέτο, παρήγαγε σκληρότερα κεριά με λιγότερο δυσάρεστες μυρωδιές.
Το 1850 αναπτύσσεται η κατασκευή κεριών από παραφίνη, συστατικό που προέρχεται μέσα από την απόσταξη του αργού πετρελαίου. Η άχρωμη και άοσμη παραφίνη ήταν εύκολο να παραχθεί, καιγόταν πιο καθαρά και δεν ανέδιδε δυσάρεστες οσμές. Έκτοτε, η παραφίνη σε συνδυασμό με τη στεατίνη αποτέλεσαν τα κύρια συστατικά κατασκευής κεριών. Το κόστος παρασκευής ήταν αρκετά οικονομικότερο, κάτι που οδήγησε στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων κεριών και τη βιομηχανική ανάπτυξη αυτού του τομέα. Έτσι, πολλές οικογένειες είχαν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν κεριά, τα οποία αποτέλεσαν μάλιστα την κύρια πηγή φωτός ως τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε έκαναν την εμφάνιση τους οι λάμπες πετρελαίου και μετέπειτα ο ηλεκτρισμός.